- ἐφεύρεμα
- ἐφεύρ-εμα, ατος, τό,A discovery, invention, in pl., Sch.E.Hec.627; artifices, tricks, IG22.1119.4 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφεύρεμα — ἐφεύρεμα, τὸ (ΑΜ) [εφευρίσκω] 1. εφεύρημα, ανακάλυψη, εφεύρεση, επινόηση 2. στον πληθ. τὰ ἐφευρέματα επιγρ. τα τεχνάσματα … Dictionary of Greek
ἐφεύρεμα — discovery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφευρέματα — ἐφεύρεμα discovery neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφεύρημα — το (ΑΜ ἐφεύρημα και ἐφεύρεμα) [εφευρίσκω] επινόηση, εφεύρεση, ανακάλυψη («ἐφευρήματα ἀπό τῶν ἀνθρώπων τὰς προσηγορίας ἐσχήκασιν», Τζέτζ.) … Dictionary of Greek